πλην

πλην
ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν
Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει τού... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.)
γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.)
αρχ.
εκτός αυτού, επί πλέον αυτού
II. νεοελλ. σύμβολο τής πράξης τής αφαίρεσης (-), μείον («επτά πλην δύο»). III. (ως σύνδ.) (μσν.-αρχ.) παρά μόνο, εκτός από (α. «οὐκ οἶδα πλὴν ἕν», Σοφ.
β. «παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί», Πλάτ.)
αρχ.
1. φρ. α) «πλὴν εἰ» ή «πλὴν ὅταν» — εκτός αν («οὐδεὶς οἶδεν τὸν θησαυρόν τὸν ἐμὸν πλὴν εἴ τις ἄρ' ὄρνις», Αριστοφ.)
β) «πλὴν ἤ» — εκτός από, παρά μόνο («οὐδὲν κάκιον... πλὴν ἄρ' ἤ γυναῑκες», Αριστοφ.)
γ) «πλὴν ἤ ὅτι» — εκτός τού ότι, παρά μόνο ότι («τί διαφέρουσιν πλὴν ὅτι ψηφίσματα γράφουσιν», Αριστοφ.)
2. δε, όμως («πολλὴν στρατιάν ἀθροίσας πλὴν ἄπειρον μάχης», Ηρωδιαν.)
3. χρησιμεύει για να διακόψει κανείς το λόγο του και να μιλήσει παρενθετικά για κάτι άλλο («πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλήν (όπως και το αντίθετό της δήν*) έχει προέλθει από την αιτ. ενός αμάρτυρου ονόματος, το οποίο ανάγεται στη ρίζα πελᾱ-/ πλᾱ- τού επιρρ. πέλας* «κοντά», με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας, οπότε η αναμενόμενη σημ. τού πλήν θα ήταν «κοντά». Ανάλογη εξέλιξη από αρχική σημ. «κοντά, πλησίον» σε σημ. «εκτός από, χωρίς, παρά μόνο» παρατηρείται στην πρόθεση παρά* και στο λατ. praeter «κοντά, χωρίς, εκτός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλήν — except indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλην — (πρόθ. αρχαία), απόδοση του συμβόλου της αφαίρεσης (–): Πέντε πλην δύο, ίσον τρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλῆν — πλέω sail pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱՅՑ — ( ) NBH 1 431 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c չ. (որպէս թէ ʼի բաց առեալ, կամ բաց ʼի բանէ աստի.) πλήν, ἕμπας, ἕμπης, ὄμως δέ tamen, verum, nihilominus, autem Սակայն. այլ սակայն. այլ. իսկ. յայսր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • обаче — (695) союз и вводн. слово. I. Союз. 1.Противит. Но, однако, вместе с тем: Отърекъ бо сѧ нѣкто мира. женѹ имыи и дъщерь нехрьщенѹ обаче хрьстьѧнъ бѣ. Изб 1076, 247 об.; мимогрѧдеть чл҃вкъ. обаче въ сѹѥ мѧтетьсѧ. СбТр XII/XIII, 19; •е҃• бо лѣ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AMNESTIA — Graec. Α᾿μνηςτία, item ἀμνησικακία, Lex erat oblivionis, apud Athenienses, quâ cavebatur, Μὴ μνησικακεῖν, μήτε ἄδικον μήτε δίκαιον λέγειν. ne quis iniurias bellô saeviente illatas meminerit, aut vindicarer; Sed omnes placide viverent, ἔκοντες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • QUINGENTI — Graece Πεντακόσιοι, Senatus Atheniensis. Postquam enim Solon constituisset, ut quotannis summae praeesset Rei public. Quadringentorum Senatus, auctô deinde, sive in ordinem redactô Tribuum, quae decem fuêre (cum antiquitus quatuor solum essent)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνευ — (AM ἄνευ) (πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως νεοελλ. φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» είναι απαραίτητος μσν. (και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά αρχ. 1. μακριά 2. άσχετα από κάτι 3. εκτός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”